μυθογραφώ

μυθογραφώ
(Α μυθογραφῶ, -έω) [μυθογράφος]
συνθέτω μύθους («τὰ περὶ τὴν Ὀδυσσέως πλάνην μυθογραφήσαντος τοῡτον τὸν τρόπον», Στράβ.)
νεοελλ.
συλλέγω μύθους από προφορικές αφηγήσεις ατόμων, τούς καταγράφω και ασχολούμαι συστηματικά με τη μελέτη και την ερμηνεία τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μυθογράφῳ — μῡθογράφῳ , μυθογράφος writer of legends masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”